- δεινοτάτως
- δεινοτάτως επίρρ. (Α)με πολύ φοβερό τρόπο, με πολύ μεγάλη στενοχώρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον υπερθ. δεινότατος τού επιθ. δεινός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεινοτάτως — δεινός fearful masc acc superl pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)